ψαλιδοειδής

ψαλιδοειδής
ης, εζ имеющий форму ножниц

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ψαλιδοειδής" в других словарях:

  • ψαλιδοειδής — ές, ΝΑ νεοελλ. αυτός που έχει σχήμα ψαλιδιού αρχ. όμοιος με ψαλίδα, τοξοειδής, αψιδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς, ίδος / ψαλίδι + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • ψαλιδοειδεῖ — ψαλιδοειδής like a vault masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ψαλιδοειδής like a vault masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλιδοειδεῖς — ψαλιδοειδής like a vault masc/fem acc pl ψαλιδοειδής like a vault masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλιδοειδές — ψαλιδοειδής like a vault masc/fem voc sg ψαλιδοειδής like a vault neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλιδοειδοῦς — ψαλιδοειδής like a vault masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»